ηλιάς — I (9ος αι. π.Χ. – από το εβραϊκό Ελιγιάχου= ο Γιαχβέ είναι ο Θεός μου). Βιβλικό πρόσωπο, Ιουδαίος προφήτης. Ο H., ο οποίος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Αχαάβ, όταν η ειδωλολατρία είχε εξαπλωθεί στο Ισραήλ με την επιρροή της φοινικικής καταγωγής… … Dictionary of Greek
Αθαλία — I (9oς αι. π.Χ.). Βασίλισσα της Ιουδαίας (841 835 π.Χ.), κόρη του βασιλιά του Ισραήλ Αχαάβ και της Ιεζάβελ, σύζυγος του βασιλιά των Ιουδαίων Ιωράμ, γνωστή και ως Γοθολία. Γυναίκα ανήθικη και φιλόδοξη, μετά τον θάνατο του γιου της Οχοζία εξόντωσε… … Dictionary of Greek
Ιεζάβελ — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν σύζυγος του βασιλιά των Ισραηλιτών Αχαάβ και κόρη του βασιλιά της Τύρου και της Σιδώνας Ισοβάαλ Α’. Διατήρησε τη λατρεία της Αστάρτης. Έπεσε θύμα δολοφονίας, λόγω της ακόλαστης ζωής της … Dictionary of Greek
Ιηού — (9oς αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ως βασιλιάς του Ισραήλ. Ήταν γιος του Ιωσαφάτ, ο οποίος διετέλεσε αρχικά στρατηγός του βασιλιά Ιωράμ. Όταν όμως ο Ιωράμ στράφηκε στην ειδωλολατρία, ο Ι. τον σκότωσε και χρίστηκε… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Κάρμελ — (Carmel). Όρος (546 μ.) της Παλαιστίνης, πάνω από τον κόλπο της Χάιφα. Εκεί είχε αποσυρθεί, σε μια σπηλιά, ο προφήτης Ηλίας επί βασιλείας του Αχαάβ (9ος αι. π.Χ.), για να ζήσει ως ερημίτης. Σύμφωνα με έναν θρύλο, διάφοροι ερημίτες είχαν βρει εκεί … Dictionary of Greek
АХАВ — [Евр. , ; брат отца; греч. Αχααβ], царь Израиля (ок. 874 853 до Р. Х.), сын и наследник Амврия, один из образов богоотступничества в ВЗ (3 Цар 16. 30). Наделенный мн. достоинствами (мужеством 3 Цар 22. 35, великодушием 3 Цар 20. 31 34,… … Православная энциклопедия